φειδωλώς

φειδωλώς
φειδωλῶς, ΝΜΑ, και φειδωλά Ν
επίρρ. βλ. φειδωλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φειδωλῶς — φειδωλός sparing adverbial φειδωλός sparing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

  • λισχρώς — λισχρῶς (Α) [λίσχρος] επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «φειδωλῶς, σκνιφῶς» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”